Πάτερ ἅγιε, ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ. οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, οὕς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς. Οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. Ἀγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου. ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. Καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. (Ἰω. ιζ΄).
Τοῦτα τὰ λόγια ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν μαθητῶν του ἐπαναλαμβάνονται στὸ μέσον τοῦ ἐνθρονιστηρίου λόγου τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου.
Ἐπειδὴ ὁ Παναγιώτατος ἀποτελεῖ πρότυπο ἱεράρχου ἀγωνιστοῦ γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἑνότητας. ἐπειδὴ τὸ 2019 συμπληρώνει 45 ἔτη ἀρχιερατικῆς διακονίας στὶς ἱερὲς Μητροπόλεις Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ Θεσσαλονίκης καὶ 55 ἔτη ποὺ τὰ προσέφερε ὡς κληρικὸς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. καὶ ἐπειδὴ παρὰ τοὺς πόδας του ἡλικιώθηκε πνευματικὰ ὁ προϊστάμενος τοῦ ναοῦ μας ἀρχιμανδρίτης Ἀμβρόσιος Ματσᾶς, ἀφιερώσαμε τὸ ἡμερολόγιο τῆς ἐνορίας μας για το 2019 στὸν σεπτό μας ποιμενάρχη, ἀφενὸς μὲν ψαύοντας βιογραφικά του στοιχεῖα, ἀφετέρου δὲ ἀλιεύοντας πνευματικά του διδάγματα.
www.inpanagouda.gr/wp-content/uploads/2018/11/imerologio-tsepis-panagouda-2019.pdf
Ὁ Διονύσιος Ρούσσας τοῦ Δημητρίου καὶ τῆς Ἀργυρῶς γεννήθηκε στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1934 στὴ Σαλμώνη τοῦ Πύργου Ἠλείας. Εἶχε ἄλλα τρία ἀδέλφια, τὸν Νικόλαο, τὸν Εὐάγγελο καὶ τὸν Γεώργιο. Ὁ ἴδιος ἦταν τρίτος στὴ σειρά. Ὁ Εὐάγγελος καὶ ὁ Γεώργιος πέθαναν νήπια. Στὸ γενεαλογικό του δένδρο συναντᾶ κανεὶς ὀνόματα γνωστὰ ποὺ διέπρεψαν ὄχι μόνο στὴν Ἠλεία, ὅπως τὸν προπάππου του π. Ἀνδρέα Ρούσσα ποὺ ἔδρασε τὸ 1821. Γράφει ὁ ἴδιος: «Ὁ πατέρας ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀπόδοση τῆς ἱκανῆς ἀγροτικῆς περιουσίας, ἀλλὰ ἐφοδιασμένος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐκδόσεώς της, μὲ τὴν μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ «Πυρσοῦ», ἀπὸ τὴν ὁποία ἐδιάβαζε συνεχῶς τὰ βράδυα μὲ λάμπα πετρελαίου. Καὶ ἡ μητέρα, μὲ τὸ μεγάλο προνόμιο γιὰ τὴν γυναῖκα τῆς ἐποχῆς, δασκάλα στὸ χωριό, ἀπόφοιτος τοῦ Ἀρσακείου Ἀθηνῶν. Καὶ ἐγὼ παιδί της καὶ μαθητής της». Μίαν ἡμέρα στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς γυρνοῦσε πεινασμένο παιδάκι στοὺς δρόμους καὶ ἑλκύστηκε ἀπὸ τὸ θέαμα μιᾶς ὁμηγύρεως Γερμανῶν ποὺ ἐγευμάτιζαν. Ἕνας τοῦ ἔνευσε νὰ πλησιάσει καὶ τοῦ ἔτεινε ἕνα ὠοειδὲς ἀντικείμενο λέγοντας γελαστός Ἄφκα (Αὐγό). Ὁ μικρὸς εἶδε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ χειροβομβίδα καὶ ἀπομακρύνθηκε ἔμφοβος.
«Στὰ 18 μου χρόνια εὑρέθηκα φοιτητὴς στὴν Ἀθήνα. Ἀφῆκα τὴν ἐπιτυχία στὴ Νομικὴ Σχολὴ καὶ ἐνεγράφην ὡς ἐπιτυχὼν στὴν Φιλοσοφική». Ἔκανε καλὲς σπουδές, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη ἐμπειρία τὸν σμίλεψε ἐξίσου δυνατά. «Στὴν ἐποχή μου πολλοὶ νέοι ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν μπορούσαμε νὰ σπουδάσωμε χάρις στὰ οἰκοτροφεῖα «Ἀπόστολος Παῦλος», καταβάλλοντας τὰ τροφεῖα μας. Στὰ οἰκοτροφεῖα αὐτά, ὀρθοδόξου χριστιανικῆς γραμμῆς, ὑπῆρξαν νεανικὲς γνωριμίες καὶ φιλίες, ποὺ κρατοῦν μέχρι σήμερα, καὶ οἱ ἐμπειρίες ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῶν φοιτητῶν οἰκοτρόφων ἦσαν πολύτιμες γιὰ ὅλους. Παράλληλα, στὸ Πανεπιστήμιο κυριαρχοῦσε τὸ νεανικὸ χριστιανικὸ κίνημα μὲ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν δράση τῆς Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Ἐνώσεως.
Στὸ τμῆμα Ἀρρένων, ὅπου ἐδώσαμε πολλοὺς ἀγῶνες, ἐξῆρχαν τότε τρεῖς προσωπικότητες νέων ἀνθρώπων ποὺ ἐπηρέαζαν τὶς ἀποφάσεις καὶ ἦσαν ἰνδάλματα γιὰ μᾶς τοὺς νεωτέρους. Ὁ μακαριστὸς ἀρχιμ. Λεωνίδας Διαμαντόπουλος ποὺ διετέλεσε καὶ προϊστάμενος τῆς ἀδελφότητος «Ο ΣΩΤΗΡ», ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κ. Δημήτριος Τρακατέλλης, ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος Γιαννουλᾶτος. Τρεῖς ἱεροὶ ἄνδρες, θεολόγοι, ἀριστοῦχοι, γλωσσομαθεῖς, γεμᾶτοι ζῆλο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα».
Τὸ 1957 ἔλαβε τὸ πτυχίο καὶ ὑπηρέτησε ἐπὶ 31 μῆνες τὴν θητεία του στὴν ἀεροπορία, ἀπὸ ὅπου ἀπολύθηκε ὡς ἀνθυποσμηναγός. Γράφτηκε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τὸ πτυχίο τῆς ὁποίας ἔλαβε τὸ 1963. Γιὰ μιὰ ἑπταετία ὑπηρέτησε ὡς καθηγητὴς φιλόλογος στὰ σχολεῖα τῆς «Ἑλληνικῆς Παιδείας». Εἶχε μαθητὲς πολλὰ παιδιὰ καλῶν οἰκογενειῶν τῆς Ἀθήνας μὲ τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια, ὅταν ἔγινε κληρικός, συνδέθηκε πνευματικὰ καὶ διατηροῦν ἐπικοινωνία μαζί του μέχρι σήμερα.
Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀλεξανδρουπόλεως στὴν εἰσήγησή του κατὰ τὴν ἐπίδοση χαριστηρίου τόμου πρὸς τιμὴν τοῦ Παναγιωτάτου γράφει γι’αὐτόν: «Χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Θήρας Γαβριὴλ Καλοκαιρινὸ στὶς 15 Νοεμβρίου 1964 στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Λουκᾶ Πατησίων, ὅπου καὶ ἐκήρυττε ἀπὸ λαϊκός. Στὸν ἴδιο ναό, στὶς 7 Φεβρουαρίου 1965, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος μὲ τὸ ὀφίκκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἀρχικὰ διορίστηκε γιὰ 8 μῆνες στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγιου Στυλιανοῦ Γκύζη καὶ στὴ συνέχεια διορίστηκε προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου τῆς ὁδοῦ Μετσόβου Ἀθηνῶν, διαδεχθεὶς τὸν προαχθέντα σὲ Μητροπολίτη Σάμου καὶ μετέπειτα Θεσσαλονίκης, μακαριστὸ Παντελεήμονα Χρυσοφάκη.
Ἐκεῖ στὸ ὑπόγειο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου συντελέστηκε ἕνα σοβαρό, δυνατὸ πνευματικὸ ἔργο. Ἀφιερώθηκε στὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ ἕναν ἐνθουσιαστικὸ τρόπο ἐργασίας συγκέντρωσε γύρω ἀπὸ τὸν ναὸ ἕνα πλῆθος νέων ἀνθρώπων. Στὸ ἐνοριακὸ κέντρο ἀναπτύσσονταν ἐποικοδομητικὲς συζητήσεις θεολογικοῦ ἐπιπέδου. Ἡ ἐφημεριακὴ δραστηριότητα τοῦ π. Ἀνθίμου παράλληλα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν φιλολογικῶν μαθημάτων στὴν «Ἑλληνικὴ Παιδεία» ἔκαναν αἴσθηση στοὺς πνευματικοὺς κύκλους τῆς τότε Ἀθήνας.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ ἀνέθεσε τὴν σύνταξη τοῦ φυλλαδίου Φωνὴ Κυρίου, τὴν ὁποία κράτησε ἀπὸ τὸ 1965 μέχρι τὸ 1971. Τὸ 1966 παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ καθηγητοῦ καὶ τοποθετήθηκε διευθυντὴς κηρύγματος στὴν Ἀποστολικὴ Διακονία. Τὸ 1968 διορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο διευθυντὴς τοῦ φοιτητικοῦ θεολογικοῦ οἰκοτροφείου, προετοιμάζοντας ἀπὸ ἐκεὶ πολλὲς γενιὲς θεολόγων καὶ κληρικῶν. Πολλοὶ κληρικοὶ καὶ θεολόγοι τοῦ ἀναγνωρίζουν μέχρι καὶ σήμερα ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ τοὺς καλλιέργησε τότε τὴν κλίση πρὸς τὴν ἱερωσύνη καὶ τοὺς παρότρυνε στὴν ἀπόφασή τους. Τὸ 1968 ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῶν ἐκδόσεων καὶ τοῦ τυπογραφείου τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐπιτυγχάνοντας σοβαρὲς καὶ πολυτελεῖς ἐκδόσεις. Τὴν Ἀποστολικὴ Διακονία τὴν ἀγάπησε. Συνδέθηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους της σὲ χρόνια δύσκολα γιὰ τὸν ὀργανισμὸ καὶ πάμφτωχα».
Τὸ 1967, 1969, 1971 ἐξέδωσε τρία βιβλία του – ὄχι τὰ πρῶτα – μὲ τὸν τίτλο Διακονία τοῦ λόγου. Τὸ 1971 ἐξέδωσε ἐπιμελείᾳ του μιὰ παλαιὰ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Θαλλελαίου τοῦ Ἰαματικοῦ καὶ Ἀναργύρου. Τὰ ἑπόμενα 16 χρόνια θὰ ἐκδώσει ἄλλες 6 ἀκολουθίες, μὲ τελευταία τῶν ἁγίων 5 μαρτύρων ἐκ Σαμοθράκης, τὸ 1997. Τὸ 1973 στὸ βιβλίο του Ἀναστάσιμα συνδυάζει τὶς φιλολογικὲς μὲ τὶς θεολογικές του γνώσεις. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐξέδωσε ἕνα λεύκωμα ποὺ προβάλλει τὴν ἀξιοπρόσεχτη ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Στὶς 13 Ἰουλίου 1974 ἐκλέχτηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως. Ἡ χειροτονία του ἔγινε τὴν ἑπομένη, 14 Ἰουλίου, στὸν Ἅγιο Βασίλειο ἀπὸ τὸν Θήρας Γαβριὴλ καὶ τοὺς Γυθείου Σωτήριο, Δράμας Διονύσιο καὶ Μεσογαίας Ἀγαθόνικο. Συμμετεῖχαν προσευχόμενοι οἱ Κοζάνης Διονύσιος, Ρόδου Σπυρίδων, Καρπάθου Ἀπόστολος, Καισαριανῆς Γεώργιος καὶ ὁ τότε Ἀνδρούσης Ἀναστάσιος. Γράφει ὁ ἴδιος: «Ὁ Ἰούλιος τοῦ 1974 μὲ εὑρίσκει στὴν Ἀθήνα νεοχειροτόνητο μητροπολίτη, ἕτοιμο γιὰ τὴν Ἀλεξανδρούπολη καὶ τὸν Ἕβρο, μέσα σὲ μιὰ χαώδη ἐσωτερικὴ κατάσταση μὲ γενικὴ ἐπιστράτευση καὶ πιθανὸ πόλεμο μὲ τὴν Τουρκία.»
Στὶς 30 Ἰουλίου 1974 ἐνθρονίστηκε στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Ἀπὸ τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἄρχισε τὶς ἐμψυχωτικὲς ἐπισκέψεις στὰ στρατιωτικὰ φυλάκια καὶ στοὺς καταυλισμοὺς τῶν ἐπιστρατευθέντων. Συναντήθηκε καὶ συνεργάστηκε ἀμέσως μὲ τοὺς τοπικοὺς παράγοντες γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐκτάκτων ζητημάτων ποὺ προέκυπταν ἀπὸ τὴν ἐπιστράτευση καὶ συγκάλεσε ἱερατικὲς συνάξεις.
Προκάτοχός του μητροπολίτης ἦταν ὁ Κωνστάντιος Χρόνης. Αὐτὸν καὶ ἄλλους 11 ἱεράρχες εἶχε κηρύξει ἐκπτώτους ἡ Ἱερὰ Σύνοδος γιατὶ οἱ χειροτονίες τους κρίθηκαν ἀντικανονικὲς καὶ προωθούμενες ἀπὸ τὴν δικτατορία. Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμος τίμησε τὸν ἔκπτωτο ἱεράρχη ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον τοποθέτησε τὴν μαρμάρινη προτομή του στὴν πλατεία τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες προτομὲς τῶν προκατόχων του.
Μιὰ πρώτη του κίνηση ἦταν νὰ ἐνώσει, ἔστω ὑποχρεωτικὰ στὴν ἀρχή, τὶς δύο ἀδελφότητες «ΖΩΗ» καὶ «ΣΩΤΗΡ», ποὺ δροῦσαν πολωτικὰ στὴν περιοχή. Παρὰ τὸν σεβασμὸ ποὺ διατηροῦσε παιδιόθεν μέσα του πρὸς τοὺς ἀρχιμανδρίτες τῶν ἀδελφοτήτων καὶ τοὺς ἀφιερωμένους σὲ αὐτὲς λαϊκούς, τοὺς ἐπιβάλλονταν ὥστε νὰ δροῦν καὶ νὰ ἐμφανίζονται ἑνωμένοι.
Στὶς 14 Αὐγούστου 1974, δύο ἑβδομάδες μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του, ἐπισκέφθηκε τὴν Σαμοθράκη. Ἔμαθε τὴν ἱστορία τοῦ τόπου, προσκύνησε τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν 5 νεομαρτύρων. Μετέφερε τὴν ἑορτή τους ἀπὸ τὴν Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ στὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ καὶ τῆς προσέδωσε ἔντονα πανηγυρικὸ χαρακτῆρα. Κατενόησε τὴν ἰδιοσυγκρασία τῶν κατοίκων. Ἐνθουσιάστηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου. Εὐτρέπισε, ἐπισκεύασε καὶ ἐξωράϊσε τοὺς ναοὺς τῆς νήσου. Ἔκτισε Ἐπισκοπεῖο καὶ τὸ καμπαναριὸ τῆς Καμαριώτισσας. Τὸ 1984 ζήτησε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τῶν 5 νεομαρτύρων. Δύσκολο διάβημα ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι σφαγιάσθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὡστόσο ἐστέφθη ἀπὸ ἐπιτυχία. Παρήγγειλε μεγάλη καὶ ἐπιβλητικὴ λειψανοθήκη γιὰ τὶς 5 κάρες.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν μαθητή του Τιμόθεο πέρασαν ἀπὸ τὴν νῆσο. «Ἀναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθράκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν (Καβάλαν), ἐκεῖθεν εἰς Φιλίππους». (Πράξ. 16). Ὁ Σεβασμιώτατος θεώρησε ἐπιβεβλημένο νὰ κτίσει τὸ 1991 ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸ νησί, στὴν αὐλὴ τοῦ Ἐπισκοπείου. Παράλληλα, ἀνακαίνισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τὸ παλαιὸ μετόχι τῆς Μονῆς Ἰβήρων.
Στὶς 31 Ἰανουαρίου 1999 ὁ πρόεδρος τῆς Πανσαμοθρακικῆς Ἑστίας Ἀθηνῶν τοῦ ἀπένειμε τὸ χρυσὸ μετάλλιο τῆς Ἑστίας καὶ τὸν ἀνακήρυξε μεγάλο πνευματικὸ ἄνδρα τῆς νήσου.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1974 κυκλοφόρησε τὸ 1ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Γνωριμία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως. Μέχρι τὸ 2004 κυκλοφόρησαν 178 διμηνιαῖα τεύχη. Ἀποτελοῦν τὸ καλύτερο ἀρχεῖο τῆς μητροπόλεως καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, ἕνα προϊὸν σοβαροῦ κόπου.
Σὲ ὅλη τὴν ἐπαρχία κτίσθηκαν ἤ ἀποπερατώθηκαν 38 ναοὶ μὲ τὴν μέθοδο τῆς αὐτεπιστασίας, δηλαδὴ μὲ χρήματα ποὺ ἐξασφάλιζε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος. Οἱ ναοὶ δὲν ἔμειναν ἄψυχα κτίρια. Γράφει ὁ ἴδιος: «Στὴν μητροπολιτικὴ ἐπαρχία μου προσπάθησα μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἁγίου Θεοῦ καὶ τὴν συμπαράσταση τῶν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν συνεργατῶν μου νὰ ἀνταποκριθῶ, ὅσον ἠμποροῦσα περισσότερον, εἰς τὸ τρισσὸν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ εἰς τὴν θεία λατρεία (θεῖες λειτουργίες, ὄρθροι, ἑσπερινοί, ἱερὰ μυστήρια, παρακλήσεις, ἐκκλησιαστικὲς πανηγύρεις), στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν, στὶς αἴθουσες κηρυγμάτων καὶ στὸ γραπτὸ κήρυγμα) καὶ στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης (Γενικὸ Φιλόπτωχο, ἐνοριακὰ φιλόπτωχα, Ἰωακείμειο Γηροκομεῖο, Σταυρίδειο μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο, Σταυρίδειο ἐκκλησιαστικὸ ἵδρυμα «Ὁ Ἅγιος Κυπριανός», μαθητικὲς κατασκηνώσεις καὶ ἕνα ἐνοριακὸ φιλανθρωπικὸ κέντρο).»
Πιὸ ἀναλυτικὰ ὅσον ἀφορᾶ στὰ ἔργα ἀγάπης, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1975 λειτούργησε τὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο Ἀρρένων τῆς μητροπόλεως, ἀρχικὰ σὲ παλαιὸ παραδοσιακὸ κτίριο καὶ ἀργότερα σὲ νέο, δωρεὰ τοῦ Φωτίου Σταυρίδη. Ὁ Σεβασμιώτατος πίστευε στὸν θεσμὸ τοῦ οἰκοτροφείου. Τὸν εἶχε ζήσει στὴν Ἀθήνα καὶ εἶδε τὰ ἀποτελέσματά του. Ἦταν ανάγκη νὰ στεγασθοῦν μὲ φροντίδα καὶ ἐπίβλεψη τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν βόρειο Ἕβρο καὶ τὴν Σαμοθράκη ὅταν φοιτοῦσαν σὲ σχολεῖα τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως. Μέχρι τὸ 2004 ποὺ ἔκλεισε, 800 περίπου μαθητὲς φιλοξενήθηκαν στὸ Σταυρίδειο Οἰκοτροφεῖο «Ὁ Ἅγιος Στέφανος».
Γράφει ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Ἀλεξανδρουπόλεως: «Ἡ μητρόπολις λειτουργοῦσε ἀπὸ τὸ 1960 τὸ Ἰωακείμειο Γηροκομεῖο γιὰ αὐτοεξυπηρετουμένους ἡλικιωμένους, δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ ἀναλάβει τὴν περίθαλψη χρονίως πασχόντων καὶ κατακοίτων. Ὁ Μητροπολίτης διέγνωσε αὐτὴ τὴν ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς Ἑβρῖτες μετανάστες, οἱ ὁποίοι ἐργαζόμενοι στὸ ἐξωτερικὸ χρειάζονταν νὰ ἀφήσουν τοὺς κατακοίτους γονεῖς τους σὲ ἀνάλογο ἵδρυμα.» Στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1989 ὁ Σεβασμιώτατος ἔθεσε τὸν θεμέλιο λίθο τοῦ ἱδρύματος χρονίως πασχόντων «Ὁ Ἅγιος Κυπριανός», ἀρχικὰ 70 καὶ ἐν συνεχείᾳ 120 κλινῶν.
Ἡ μητρόπολη λειτουργοῦσε ἀπὸ τὸ 1968 κατασκηνώσεις. Ὁ Σεβασμιώτατος τὶς φρόντιζε ἰδιαίτερα κάθε χρόνο, τόσο τὶς ἐγκαταστάσεις ὅσο καὶ τὰ στελέχη της. Γράφει ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Ἀλεξανδρουπόλεως: «Ἦταν εὐχάριστη ἡ εἰκόνα νὰ τὸν βλέπουμε νὰ περπατᾶ χαιρετώντας τοὺς ὀμαδάρχες καὶ τοὺς κατασκηνωτές. Ἡ μέριμνά του ἦταν γιὰ ὅλα, γιὰ τὰ συνθήματα, γιὰ τὶς ὁμιλίες, γιὰ τὰ παιχνίδια, γιὰ τὸ φαγητό, γιὰ τὴν ἀσφάλεια στὸ μπάνιο. Βελτίωσε τὸ δίκτυο τῆς ὕδρευσης καὶ τοὺς παλαιοὺς οἰκίσκους πολλὲς φορές. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 2002 θεμελίωσε τὸ «Κέντρο Συναντήσεως Νέων καὶ Κατασκηνωτῶν» στὸν κεντρικὸ χῶρο τῶν κατασκηνώσεων καὶ τὸ ἐγκαινίασε τὴν 16η Νοεμβρίου 2003.»
Τὸ Κέντρο ὁλοκληρώθηκε μὲ δωρεὰ τῆς Ἀναστασίας Πίντου εἰς μνήμην τοῦ συζύγου της Ἱερωνύμου, πρυτάνεως τῆς Παντείου. Πρόκειται γιὰ ἕνα ὑπέροχο κτίσμα μὲ ὑπόγειο ἀποθηκῶν καὶ ἐπιτραπέζιων παιχνιδιῶν, ἰσόγεια κουζίνα – τραπεζαρία καὶ αἴθουσα ὁμιλιῶν στὸν πρῶτο ὄροφο.
Ὁ Σεβασμιώτατος δὲν εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε, σχέση μὲ τὸν μοναχισμό. Παρ’ὅλα αὐτὰ διαισθάνονταν ὅτι μιὰ καλὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα θὰ ἀποτελοῦσε «πνεύμονα λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς», ὅπως ἔλεγε. Σὲ ἀνύποπτο χρόνο εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν ἀρχιμανδρίτη π. Πολύκαρπο Ματζάρογλου, πνευματικὸ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Μοναζουσῶν «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» στὴν Σουρωτή, ἕνα προζύμι ἱκανῶν ἀδελφῶν γιὰ τὴν σύμπηξη μονῆς στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Τὸ αἴτημα ἔπεσε στὸ κενό. Ἀπτόητος ὁραματιστὴς ὁ Σεβασμιώτατος θεμελίωσε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1978 στὴν Μάκρη τὸ Καθολικὸ τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας δίπλα στὸν χῶρο τῶν κατασκηνώσεων καὶ ἕνα ἔτος ἀργότερα τὴν πρώτη πτέρυγα τῶν κελλιῶν τῆς μονῆς. Στὶς 15 Ἰουλίου 1980 ἐκδόθηκε τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα ἱδρύσεως τῆς μονῆς. Ἕνα ἀπόγευμα δύο χρόνια ἀργότερα χτύπησε ἡ πόρτα του στὸ Ἐπισκοπεῖο: «Σεβασμιώτατε, θυμᾶστε κάποτε …;» ρώτησε ὁ π. Πολύκαρπος. Στὶς 17 Ἰανουαρίου 1983 ἐγκαταστάθηκαν στὴν Μάκρη ἀδελφὲς ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν Σουρωτὴ μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό τους. Ἡγουμένη ἐξελέγη ἡ μοναχὴ Μακρίνα Σιδηρᾶ.
Γράφει ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Ἀλεξανδρουπόλεως: «Οἱ σχέσεις τοῦ Μητροπολίτου-Κτίτορος μὲ τὴν ἀδελφότητα ὑπῆρξαν πάντοτε διακριτικὲς καὶ ἄψογες. Ὁ δεσπότης ἔλεγε, πίστευε καὶ τὸ τηροῦσε: «Τὰ μοναστήρια χαλᾶνε ὅταν οἱ Μητροπολῖτες ἀναμιγνύονται στὴν ἐσωτερικὴ διοικητικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωή τους». Στὶς 27 Δεκεμβρίου 1998 ἐγκαινίασε τὶς νέες πτέρυγες τῆς μονῆς, ποὺ σχεδὸν τὴν διπλασίασαν.»
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1981 ἐκδόθηκε Προεδρικὸ Διάταγμα γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ τῆς ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ Ἀετοχώρι. Ὁ Σεβασμιώτατος θεωροῦσε ὅτι ἡ μονὴ ἦταν ἀπαραίτητη τουλάχιστον γιὰ τὴν ἐγγραφὴ τῶν ἱερομονάχων τῆς μητροπόλεως, πέρα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ὄαση ποὺ θὰ ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς πιστούς. Τὴν θεμελίωσε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1989.
Σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ὁ Σεβασμιώτατος εἶχε μιὰ εὐαισθησία στὴν ἀντιμετώπιση τῶν λαϊκῶν ποῦ ἔρχονταν στὴν μητρόπολη. Ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι μετὰ τὸ μεσημέρι ἡ αἴθουσα ἀναμονῆς εἶχε κόσμο. Ὅποιος ἔρχονταν, περίμενε, ἴσως καὶ μία ὥρα, μέχρι νὰ ἔρθει ἡ σειρά του νὰ δεῖ τὸν Σεβασμιώτατο. Ἄκουγε μὲ ὑπομονὴ καὶ συμπαρίστατο. Τὸν διάδοχό του συμβούλεψε: «Νὰ δίνεις χρήματα ἀπὸ τὸ φιλόπτωχο. Ὅσο δίνεις, θὰ σοῦ στελνει ὁ Θεός.»
Ὁ Σεβασμιώτατος νωρὶς συνειδητοποίησε τὴν ἀπόσταση τῆς Θράκης ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα καὶ τὰ κέντρα λήψεως ἀποφάσεων. Ἐκεῖνος, γεννημένος καὶ μεγαλωμένος στὴν Ἡλεία, τὴν γεννήτρα μέχρι τότε τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, γρήγορα κατάλαβε τὴν πολιτικὴ ἀδυναμία τῆς περιοχῆς καὶ ἀνέλαβε διακριτικὰ ἕναν ρόλο ἀφύπνισης τῶν ὑπευθύνων παραγόντων τοῦ τόπου. Ἡ εὐστροφία του στοὺς διαλόγους καὶ ὁ ἄνετος χειρισμὸς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τοῦ ἔδιναν ἕνα ἄνετο προβάδισμα ἔναντι τῶν ἐντοπίων δημοσίων προσώπων.
Ἐγκαθίδρυσε ἕνα ἐξαιρετικὸ κλῖμα ἡρεμίας καὶ συνεργασίας. Δὲν ἐπέκρινε ποτὲ δημόσια κανέναν. Προσφωνοῦσε μέχρι ὑπερβολῆς ὅλους τοὺς ἐκπροσώπους τῶν ἀρχῶν καὶ στὸ γραφεῖο του φιλοξενήθηκαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ πρόεδροι τῆς Δημοκρατίας, οἱ πρωθυπουργοί, ὑπουργοὶ καὶ ἐκπρόσωποι τῶν κυβερνήσεων ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὸ 1974 στὴν Ἀλεξανδρούπολη ἐπίσημα. «Νὰ μᾶς βλέπει ὁ λαὸς ὅλους μαζί», ἐπέμενε.
Στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1975 δημοσιεύθηκε στὶς ἐφημερίδες «Ἡ Καθημερινή» καὶ «Τὸ Βῆμα» ἀνοιχτὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ, πανίσχυρο τότε πρωθυπουργὸ τῆς χώρας. Παραθέτουμε δύο ἀποσπάσματα: «Ἐπειδὴ φοβοῦμαι ὅτι παλλαϊκὸν αἴτημα τοῦ νομοῦ Ἕβρου, διατυπούμενον διαρκῶς καὶ πολυτρόπως, προφορικῶς καὶ ἐγγράφως, δὲν ἔφθασεν εἰσέτι εἰς τὸ πρωθυπουργικὸν γραφεῖον Σας, καὶ δὲν περιελήφθη ἔστω εἰς τριττεύοντα κατάλογον τῶν ὑπὸ τὴν προσωπικήν Σας εὐθύνην ἀντιμετωπιζομένων προβλημάτων τοῦ λαοῦ μας, ἀπευθύνω τὴν παροῦσαν μου πρὸς τὴν ἐξοχότητά Σας, προσωπικῶς καὶ δημοσίᾳ». «Ἐὰν Σεῖς μὲ τὴν διακριτικὴν ὀξυδέρκειάν Σας ἐπιθυμῆτε – καὶ τοῦτο εἶναι βέβαιον – νὰ ἐμπνεύσετε αἴσθημα ἀξιοπρεπείας καὶ δυνάμεως εἰς τὸν ἀκριτικὸν λαὸν τοῦ Ἕβρου, ἐὰν θέλετε νὰ πολλαπλασιάσετε ἀμέτρως τὴν ἀπόφασὶν του νὰ μείνῃ μόνιμος καὶ ἀπόρθητος ὑπερασπιστὴς τοῦ πατρίου ἐδάφους τῆς Θράκης καὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐξαγγείλατε, εἰ δυνατόν, αὔριον τὴν ἵδρυσιν μιᾶς πανεπιστημιακῆς σχολῆς εἰς τὴν Ἀλεξανδρούπολιν, χωρὶς χρονικὴν δέσμευσιν ὡς πρὸς τὴν ἔναρξιν τῆς λειτουργίας της.»
Στὶς 17 Μαρτίου 1977 ἔγινε μιὰ ἱστορικὴ πορεία καὶ διαδήλωση τῶν Ἀλεξανδρουπολιτῶν καὶ Ἑβριτῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Σεβασμιώτατο καὶ αἴτημα τὴν ἵδρυση ἰατρικῆς σχολῆς στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 1985 ποὺ ἐκλέχθηκαν καὶ ὁρκίσθηκαν οἱ πρῶτοι καθηγητὲς Ἰατρικῆς τοῦ Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, οἱ ἀγῶνες του δὲν σταμάτησαν. Συνεχίστηκαν γιὰ τὴν χωροθέτηση τῆς σχολῆς. Στὶς 3 Δεκεμβρίου 1987 οἱ πρῶτοι 100 φοιτητὲς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Δ.Π.Θ. ἔφθασαν στὴν πόλη. Γιὰ τὸν Σεβασμιώτατο ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῆς δικαιώσεως μιᾶς συνεχοῦς ἀγωνιστικῆς πορείας 10 χρόνων. Ἡ συμπαράσταση τῆς μητροπόλεως ἔγινε οὐσιαστικότερη. Τελικὰ ὁ καθορισμὸς τῆς ἕδρας τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς στὴν Ἀλεξανδρούπολη ὑπεγράφη ἀπὸ τὸν τότε ὑφυπουργὸ Παιδείας κ. Παπαθεμελῆ. Στὶς 13 Ἰουνίου 1989 ὁ Σεβασμιώτατος ἔθεσε τὸν θεμέλιο λίθο τῶν πρώτων κτιρίων τῆς σχολῆς καὶ μίλησε μὲ ἐνθουσιασμό. Στὶς 11 Δεκεμβρίου 1995 ἀνακηρύχθηκε ἐπίτιμος διδάκτοράς της.
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1976 ὁ Σεβασμιώτατος ἐγκαινίασε σὲ δύο αἴθουσες τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Μιὰ πρώτη περισυλλογὴ εἰκόνων, σκευῶν, ἀμφίων, βιβλίων καὶ χειρογράφων συνέθεταν τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς. Τί ὑπῆρχε, τί ἦρθε ἀπὸ τὴν Αἶνο, τὶ ἔφεραν οἱ πρόσφυγες, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ καὶ πότε. Μετὰ τὴν παραχώρηση στὴν μητρόπολη τοῦ διατηρητέου νεοκλασικοῦ κτιρίου τῆς Λεονταριδείου Σχολῆς, δίπλα στὸ Ἐπισκοπεῖο, τὸ Μουσεῖο ἀναπτύχθηκε στὶς 8 αἴθουσές του καὶ τὰ πλούσια ἐκθέματά του τοποθετήθηκαν σύμφωνα μὲ τὴν νεώτερη μουσειακὴ ἀντίληψη τῆς ἐκπαιδευτικῆς ξεναγήσεως. Τὰ ἐγκαίνια ἔγιναν στὶς 7 Ἰουλίου 1982, καὶ ξαναέγιναν τὸν Μάιο τοῦ 2000 ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκ νέου ἐπανατοποθέτηση τῶν ἐκθεμάτων.
Τὸν 12ο αἰῶνα ὁ Σεβαστοκράτορας Ἰσαάκιος Κομνηνὸς ἵδρυσε στὴν Βῆρα (=Φέρρες) τὴν ἱερὰ μονὴ Κοσμοσωτήρας, τῆς ὁποίας σώζεται ὁ ναός, ἐξαίρετης βυζαντινῆς ναοδομίας. Ἐπὶ αἰῶνες χρησιμοποιεῖται ὡς ἐνοριακὸς ναός. Ἡ συντήρηση ἐξωτερικὰ καὶ δομικὰ τοῦ μνημείου αὐτοῦ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ. Στὶς 23 Μαΐου 1993 σὲ σύσκεψη στὸ δημαρχεῖο Φερρῶν ὁ Σεβασμιώτατος ἀποφάσισε τὴν ἀνάδειξη τοῦ ναοῦ ὡς κέντρο τοῦ θρακικοῦ ἑλληνισμοῦ. Στὶς 15 Αὐγούστου θὰ τελοῦνταν ἡ πανήγυρις μὲ λιτάνευση τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας Κοσμοσωτήρας ὡς προστάτιδος τῆς Θράκης καὶ παράλληλη σύγκληση πανθρακικοῦ συνεδρίου. Τὸ Παγκόσμιο Ἵδρυμα Θρακῶν «Παναγία ἡ Κοσμοσώτηρα» τὸ ὁραματίζονταν ὡς ἕνα πνευματικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συγκεντρώσει τοὺς ἀπανταχοῦ Θρᾶκες ὅπως ἡ Παναγία Σουμελᾶ τοὺς Ποντίους.
Γιὰ τὸ Ἀνθίμειο πολιτιστικὸ κέντρο γράφει ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Ἀλεξανδρουπόλεως: «Ἀποτελεῖ τὴν χρονικὰ τελευταῖα προσφορά του στὴν μητρόπολη. Ὕστερα ἀπὸ τιτάνειο ἀγῶνα ἐξαγορᾶς τῶν μεριδίων τῶν ἰδιοκτητῶν, ἐμπνεύσθηκε τὴν ἵδρυση ἑνὸς πολιτιστικοῦ κέντρου γιὰ τὴν φιλοξενία πνευματικῶν ἐκδηλώσεων τῆς μητροπόλεως. Τοῦ προτάθηκε νὰ ἐντάξει τὸ ἔργο σὲ εὐρωπαϊκὸ πρόγραμμα. Τὸ δέχτηκε ἀφοῦ κατέβαλε ἐξ ἰδίων του χρημάτων τὴν συμμετοχὴ ποὺ ἀπαιτεῖτο νὰ δώσει ἡ μητρόπολη. Τότε τὸ μητροπολιτικὸ συμβούλιο ἀποφάσισε νὰ ὀνομάσει τὸ πολιτιστικὸ κέντρο Ἀνθίμειο». Τὸ ἐπίπλωσε ἐξ ἰδίων χρημάτων. Σήμερα στεγάζει τὰ γραφεῖα τῆς μητροπόλεως.
Ἡ στάση τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο εἶναι αὐτὴ ποὺ κυρίως καταδεικνύει τὴν καλὴ ἀνησυχία του γιὰ τὴν ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ τὴν μεταπολίτευση τοῦ 1974, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος κλυδωνίζονταν ἀπὸ τὶς ἀντιδικίες μητροπολιτῶν καὶ τὴν ἀπείθειά τους πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Τὸ 1978 ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέδωσε τὸ βιβλίο Ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, στὸ τέλος τοῦ ὁποίου περιέλαβε μίαν ἐπιστολή του στὶς 3 Ἀπριλίου 1977 πρὸς τὴν ἐφημερίδα «Ἑλευθεροτυπία». Ἡ ἐφημερίδα δυσφημοῦσε τοὺς ἱεράρχες καὶ δὲν δέχτηκε νὰ τὴν δημοσιεύσει. Γράφει σὲ αὐτἠν: «Ἡ ψυχολογία τῶν ἀρχιερέων εἶναι ἀρκετὰ διάφορη τῆς ψυχολογίας τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, καὶ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε παλαιὰ πατερικὴ ρήση καὶ ἡ κατὰ καιροὺς διαφωνία τους «τὴν ὁμόνοιαν τῆς πίστεως συνίστησι». Ἡ πολεμικὴ κατὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ δὲν εἶναι πρωτόγνωρη γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ὁ ἑκάστοτε ἀρχιεπίσκοπος εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Εἶναι ἀλήθεια πὼς καὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι δίνουν ἀφορμὲς γιὰ ἀντιδράσεις, γι’αὐτὸ καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀλλὰ ἐκκλησιαστικὴ κριτικὴ τοὺς εἶναι χρήσιμη». Καὶ ἀλλοῦ στὸ ἴδιο βιβλίο: «Χρειάζεται ὀλίγη μόνον διάθεσις ἀπαισιοδοξίας διὰ νὰ παρατηρήσῃ κανεὶς γύρω του μόνον συντρίμματα καὶ θραύσματα ἀπὸ τὴν κατάρρευσιν ἑνὸς μεγαλειώδους πνευματικοῦ οἰκοδομήματος, τὸ ὁποῖον ἐπὶ αἰῶνας ἔστησεν ἀσάλευτον ἡ Ἱερὰ Παράδοσις καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς 24ης Αὐγούστου 1977 ὑπῆρξεν ἕν ἀξιόλογον πνευματικὸν γεγονός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀξία ἐπεκαλύφθη ὑπὸ τοῦ δημοσιογραφικοῦ θορύβου, τοῦ στηριχθέντος εἰς τὰς ὑπερβολὰς ἤ τὰς ἀντιδικίας μητροπολιτῶν, ὀλιγωτέρων τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δακτύλων τῆς μιᾶς χειρός. Ἑβδομήντα τρεῖς μητροπολῖται συνεκρότησαν τὴν ἔκτακτον αὐτὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας». Πέντε φορὲς διετέλεσε μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς τῆς θητείας του, ἐτοίμαζε τὶς σημειώσεις του, θέματα ποὺ θὰ πρότεινε νὰ συζητηθοῦν, ἐρωτήσεις ποὺ θὰ ὑπέβαλε, ἐπιτροπὲς στὶς ὁποῖες θὰ συμμετεῖχε.
Στὸ λεύκωμα ποὺ ἐξέδωσε τὸ 2007 μὲ τίτλο Τριάντα χρόνια στὸν Ἕβρο (1974 -2004) περιλαμβάνεται μιὰ εἰσήγησή του ἐνώπιον τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τὸ 1996, ἡ ὁποία δὲν ἀνεγνώσθη λόγω ἐλλείψεως χρόνου. Γράφει: «Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας θέτοντας τὰ θεμέλια τοῦ νέου κράτους, ἀπευθύνεται μὲ εἰδικὴ ἐγκύκλιο πρὸς τὸν ἱερὸ κλῆρο, μὲ ἕνα κείμενο προφητικῆς πνοῆς καὶ ἀποστολικοῦ ὕφους. «Λαλήσατε εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. κηρύξατε τὴν εἰρήνην. εὐαγγελίσασθε τὴν ὁμόνοιαν, διδάξατε τὴν φιλαδελφίαν, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα ὦσιν οἱ πάντες ἕν ἐν Χριστῷ. στηρίξατε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τὰ θεῖα δόγματα. ἐμπνεύσατε εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὰς ἀρχάς.» Ἐγνώριζε ὁ πολύκλαυστος ἐκεῖνος κυβερνήτης ὅτι τὸ προβάδισμα στὸ τιτάνιο ἔργο νὰ μείνουν ἀνέγγιχτα τὰ ἀθάνατα ἰδανικὰ τῆς φυλῆς στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, τὸ εἶχαν οἱ κληρικοί.» Τὸ 2014 πρότεινε στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Καποδίστρια, «δι’ ὅσα προσέφερεν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Χριστιανικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ διὰ τὸν βίαιον θάνατόν του εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καὶ πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου ὡς νεομάρτυρας. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐπεφυλάχθη», γράφει ὁ ἴδιος.
Στὶς 9 Ἰουλίου 2003 κοιμήθηκε ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμων Β΄ Χρυσοφάκης. Μετὰ τὴν κηδεία του ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εἶπε στὸν Σεβασμιώτατο: «Πρέπει νὰ μετατεθεῖς στὴν Θεσσαλονίκη, δὲν ὑπάρχει πιὸ κατάλληλος.» Δέχτηκε διστάζοντας. Τότε ἐπιφανεῖς Ἑβρῖτες τοῦ εἶπαν: «Ἐκάματε τόσα πολλά, καὶ ὁ λαὸς σᾶς ἀγαπᾶ. Ὅμως νὰ δεχθεῖτε τὴν μετάθεση στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶναι μιὰ πράξη δίκαιη ποὺ ὄντως σᾶς ἀξίζει.» Ἐκλέχτηκε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης στὶς 26 Ἀπριλίου 2004. Τὴν Κυριακὴ 13 Ἰουνίου 2004 τελέστηκε ἀποχαιρετιστήρια θεία λειτουργία στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ τότε πρωτοσυγκέλλου ἀρχιμανδρίτου Ἀνθίμου Κουκουρίδη, νῦν Σεβασμιωτάτου Ἀλεξανδρουπόλεως, σταχυολογοῦμε τὰ ἐξῆς:
«Ἐνώπιον τοῦ καθεδρικοῦ θυσιαστηρίου σήμερα εἵλκυσε τὸ Πνεῦμα γιὰ τελευταία φορὰ ὡς ποιμενάρχης, εὐχήθηκε γιὰ μᾶς καὶ ἀναχωρῶν παίρνει μαζί του τὶς δικές μας γιὰ ἐκεῖνον εὐχές. Ἑνὸς λαοῦ ὁ ὁποῖος ναὶ μὲν χαίρεται μὲ τὴν τιμὴ τῆς προαγωγῆς τοῦ ποιμένος ἀλλὰ καὶ λυπᾶται καὶ ὀδυνᾶται γιὰ τὸν χωρισμό του ἀπὸ τοῦ πατρός. Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔπραξε; Ἀλλὰ «ἀρκεῖ τὰ ἔργα φωνῆς λαμπρότερον διδάξαι» κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Ἐὰν δὲ καὶ ὑπὸ φθόνου ἤ βασκανίας οἱ ἄνθρωποι σιωπήσωσιν, «οἱ λίθοι κεκράξονται». Ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ἐπὶ τριακονταετίαν εὐνοηθέντες ἀπὸ τὴν θεία Πρόνοια, μίαν ἀγωνίαν ἀγωνιοῦμεν τώρα: «τὶς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου; καὶ τίς κατασκηνώσει ἐν τῷ ὄρει τῷ ἀγίῳ σου;» «ὥσπερ γὰρ τὸν ἥλιον ἀεὶ καθορῶντες, ἀεὶ θαυμάζομεν. οὕτω καὶ τοῦ ἀνδρὸς ἐκείνου ἀεὶ νεαρὰν τὴν μνήμην ἔχομεν.» Παναγιώτατε, ἀξιοχρέως σᾶς εὐχαριστοῦμεν γιὰ ὅλα, οὐχ ὅσον ὀφείλομεν, τοῦτο γὰρ ἀδύνατον, ἀλλ’ ὅσον ἰσχύομεν.»
Τὸ 2007 στὸ προαναφερθὲν λεύκωμα ὁ Παναγιώτατος γράφει: «Στὰ τριάντα αὐτὰ χρόνια μεγάλωσα, ὡρίμασα, ἀγωνίστηκα, ἐλειτούργησα, ἐκήρυξα, ἔγραψα, συνεβούλευσα, ἐστήριξα, προσευχήθηκα, ἔκτισα, ἐχάρηκα, ἐδίστασα καὶ ἔφυγα κλαίγοντας. Ὑπηρετῶντας στὸν Ἕβρο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ τὴν ἔνδοξη πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα, ἐγέμισα τὴν ὕπαρξή μου ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ ἕλληνες πατριῶτες. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἴμεθα καλοί, καὶ οἱ Θρακιῶτες οἱ καλύτεροι. Ὁλόκληρη ἡ Θράκη εἶναι θησαυρὸς πνευματικὸς καὶ ἀνθρώπινος μέσα στὴν καρδιά μου.»
Στὶς 18 Ἰουνίου 2004 στὸν ἱερὸ καθεδρικὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, παρόντος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ἔγινε ἡ ἐνθρόνισή του. Μὲ τὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ἔδωσε τὸ στίγμα καὶ προσδιόρισε τὴν ἀνάγκη γιὰ ἑνότητα καὶ ὁμοψυχία, γιὰ πνευματικὴ ἀνόρθωση καὶ κοινωνικὴ εὐαισθησία μέσα στοὺς κρίσιμους καιροὺς τῆς ἐποχῆς μας. Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ποὺ καταδεινύουν τὴν πίστη του σὲ ἕνα κλῖμα συνεργασίας μὲ πνευματικὸ ὑπόβαθρο.
«Γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν ἀγαθῶν στόχων μας προσβλέπω μὲ αἰσθήματα τιμῆς, φιλικῆς διαθέσεως καὶ μὲ ὑπόσχεση ἀρίστης συνεργασίας πρὸς τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ κράτους, τὸν κ. Ὑπουργὸ Μακεδονίας καὶ Θράκης, πρὸς τοὺς κ.κ. βουλευτὰς τῆς Θεσσαλονίκης ὅλων τῶν κομμάτων καὶ τοὺς πολιτικοὺς ἄνδρας, τὸν κ. Περιφερειάρχη Κεντρικῆς Μακεδονίας, τὸν κ. Νομάρχη Θεσσαλονίκης, πρὸς τὸν κ. Δήμαρχο Θεσσαλονίκης καὶ τοὺς κ.κ. Δημάρχους τῶν Δήμων Ἁγίου Παύλου, Πανοράματος, Τριανδρίας καὶ Πυλαίας.». Συνεχίζει μνημονεύοντας τὰ δημοτικὰ συμβούλια, τὶς Ἔνοπλες Δυνάμεις, τὸ Λιμενικό, τὴν Πυροσβεστική, τοὺς δικαστικοὺς καὶ ἐκπαιδευτικοὺς λειτουργοὺς, τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς καὶ μοναχούς.
«Γνωρίζω νὰ σέβομαι, νὰ τιμῶ καὶ νὰ ἀγαπῶ τὸ σεπτὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μας, ποὺ κρατεῖ ἐπὶ αἰῶνες φωτεινὸ τὸ φανάρι στὴν πολύκλαυστη Πόλη, προσφέροντας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων πολυτιμότατες καὶ ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες. Μὲ τὶς φωτεινότατες ἀκτῖνες γιὰ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὶς μεγάλες ἀξίες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοὺ Ἑλληνισμοῦ, παραμένει πάντοτε ὑψηλὰ στὴν συνείδησή μου. Τὰ αἰσθήματά μου αὐτὰ μένουν ἀναλλοίωτα καὶ ἀμετακίνητα, ὅπως ἀπέδειξα ἐγγράφως καὶ ἐμπράκτως ἐπὶ τριάντα χρόνια ὡς Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως.
Στοὺς καιρούς μας σχεδὸν παντοῦ οἱ Χριστιανοὶ ζοῦν σὲ καθεστὼς χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζουσα εἴτε τὴν ἀδιαφορία εἴτε τὴν ἐχθρότητα, στηρίζεται μόνον ἐπάνω στὴν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐλευθέρου ἀπὸ κάθε συμβιβασμὸ καὶ κάθε κονφορμισμό. Προκαθήμενος Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πάντως ἐδήλωσε πρό τινος, ὅτι τὸ σύστημα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὴν Ἑλλάδα πρέπει νὰ γίνῃ πρότυπο γιὰ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες χῶρες. Γι’αὐτὸ καὶ ὑποστηρίζομε μόνιμα καὶ σταθερὰ τὴν διατήρηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Τελειώνω μὲ τὴν αἰωνίας ἀξίας προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν Δευτέρα Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς﮲ «Τὸ λοιπὸν προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἵνα ρυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων﮲ οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις. Πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος, ὃς στηρίξει ὑμᾶς καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Πεποίθαμεν δὲ ἐν Κυρίῳ ἐφ’ ὑμᾶς ὅτι ἅ παραγγέλομεν ὑμῖν καὶ ποιεῖτε καὶ ποιήσετε. Ὁ δὲ Κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς καρδίας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ (Β΄ Θεσ. γ΄ 1-5)».
Πρώτη του μέριμνα εἶναι οἱ συνεργάτες του ἐφημέριοι, ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Τοὺς συγκαλεῖ σὲ συνάξεις στὸ Ἐπισκοπεῖο, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς συμβουλεύει, τοὺς καθοδηγεῖ. Χειροτονεῖ περὶ τοὺς 50 κληρικούς, ἀφοῦ τοὺς δοκιμάσει ἐπὶ ἰκανὸν χρόνον. Ἐπισκέπτεται τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ λαμπρύνει τὶς πανηγύρεις τους μὲ τοὺς ἀρχιερατικοὺς ἐσπερινούς, τὶς θεῖες λειτουργίες καὶ τὸ κήρυγμα. Κηρύττει μὲ φωνὴ ἤπια, σὲ γλῶσσα κατανοητή, ἐξ ἀφορμῆς ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐθνικῶν θεμάτων. Συμμετέχει στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις, στὶς διάφορες ἐπετείους καὶ στὶς μνῆμες ἁγίων προστατῶν τοῦ Στρατοῦ, τῆς Ἀεροπορίας, τῆς Ἀστυνομίας, τῆς Πυροσβεστικῆς, τῶν διαφόρων ἀδελφοτήτων καὶ συλλόγων.
Ἕξι νέοι ναοὶ περατοῦνται: Ἅγιος Φώτιος, Ἅγιος Νικόλαος Χαριλάου, Ἁγία Ἀναστασία Κηφισιᾶς, Ἅγιος Βασίλειος Νέας Ἐλβετίας, Ἁγία Γλυκερία Κωνσταντινοπολίτικων, Τίμιος Σταυρός Νόμου 751 (ἐπίκειται ἡ ὁλοκλήρωσή του). Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀκριβές, ὁ Ἅγιος Φώτιος θεμελιώθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Παντελεήμων Β΄ καὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὰ θυρανοίξια ὅμως τέλεσε ὁ Παναγιώτατος στὶς 10 Ἰουνίου 2007. Ἡ νεαρὴ μάρτυς Γλυκερία μαρτύρησε στὴν Ἀνατολικὴ Θράκη καὶ εἶναι ἡ προσφιλὴς ἁγία τοῦ Παναγιωτάτου. Ἐπιθυμία του ἦταν νὰ τὶς κτίσει ναό, ἔχοντας παλαιότερα ἐκδώσει καὶ τὴν ἀκολουθία της. Συμπληρωματικὲς οἰκοδομικὲς ἤ ἐπενδυτικὲς ἐργασίες ἔλαβαν χώρα στοὺς ναοὺς Ἁγίου Παύλου Ἄνω Πόλεως, Ἁγίου Παντελεήμονος Πανοράματος, Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας, Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ Ἁγίου Μηνᾶ. Σὲ πλείστους ἄλλους ἔγιναν εὐτρεπιστικὲς καὶ ἁγιογραφικὲς ἐργασίες.
Μερίμνῃ τοῦ Παναγιωτάτου ἀνεκαινίσθησαν πλήρως οἱ παλαιὲς πτέρυγες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Θεοδώρας, οἱ ὁποῖες διαλαμβάνουν κελλία φιλοξενίας, ἀρχονταρίκι, γραφεῖα κ.λ.π. Ὡσαύτως ἀνεκαινίσθη ὁ μετοχιακὸς Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ ἀποτελεῖ τεκμήριο τῆς ζώσης καλλιτεχνικῆς παραδόσεως τῆς Μακεδονικῆς διακοσμητικῆς τέχνης. Τὸ γεῖτον ὁμώνυμο φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο τῆς μητροπόλεως ἐπισκευάσθηκε καὶ εὐτρεπίστηκε.
Τὸ Ἐπισκοπεῖο ἔκτισαν καὶ συνετήρησαν οἱ μακαριστοὶ Παντελεήμων Α΄ καὶ Β΄, λόγω παλαιότητος ὅμως χρειάζονταν ἀνακαίνιση καὶ συντήρηση. Ὁ Σεβασμιώτατος Λαγκαδᾶ, Λητῆς καὶ Ρεντίνης κ. Ἰωάννης Τασσιᾶς στὴν εἰσήγησή του κατὰ τὴν ἐπίδοση χαριστηρίου τόμου πρὸς τιμὴν τοῦ Παναγιωτάτου γράφει: «Ὁ Μητροπολίτης μας προβαίνει σὲ βασικὲς μετατροπὲς τοῦ κτιρίου, βάσει μελετῶν καὶ εἰσηγήσεων εἰδικῶν πολιτικῶν μηχανικῶν καὶ ἀρχιτεκτόνων. Ἀλλάζει τὴν πρόσοψη τῶν γραφείων τῆς Μητροπόλεως ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βογατσικοῦ, ἀνακαινίζει τὴν αἴθουσα ὑποδοχῆς ἐπισκεπτῶν καὶ τὸ γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτου καὶ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπάρχουσα πεπαλαιωμένη ἐγκατάσταση θερμάνσεως ὅλου τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος. Ἐπίσης, ἀναμορφώνει τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τῆς ὀροφῆς τοῦ Ἐπισκοπείου καὶ τοποθετεῖ κεραμοσκεπή.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀπόδοση τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης στοὺς προκατόχους του ἀρχιερεῖς, Γεννάδιο, Παντελεήμονα τὸν Α΄, Λεωνίδα καὶ Παντελεήμονα τὸν Β΄, μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ μαρμαρογλυφία καὶ τοποθέτηση τῶν προτομῶν τους στὸν μικρὸ κῆπο τοῦ Ἐπισκοπείου ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βογατσικοῦ, γιὰ τὴν προσφορά τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πατρίδα». Ἐτησίως τελεῖ τὸ μνημόσυνό τους.
Τὴν ἀρετῆ τῆς τιμῆς στοὺς προγενεστέρους ἔχει ἀνεπτυγμένη ὁ Παναγιώτατος σὲ ὑψηλότατο βαθμό, σὲ σημεῖο ποὺ ξαφνιάζει τὸν σημερινὸ ἐγωπαθῆ καὶ φιλολήσμονα ἄνθρωπο. Δύο παραδείγματα: α) Τὸ 2009 στὸν εὐχαριστήριο λόγο του γιὰ τὸν χαριστήριο τόμο πρὸς τιμήν του, μνημόνευσε κατ’ ὄνομα τὶς δασκάλες καὶ τοὺς καθηγητές του στὸ σχολεῖο, γιατὶ τοῦ δίδαξαν καλὰ γράμματα. β) Στὶς 26 Ὀκτωβρίου 2012 ἑορτάστηκαν τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1912. Σὲ μία θεία λειτουργία στὸν Ἅγιο Δημήτριο τέλεσε μνημόσυνο, ἄνευ προβολῆς καὶ δημοσιότητος, γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ τότε διαδόχου Κωνσταντίνου Α΄, τοῦ βασικοῦ συντελεστοῦ τῆς ἀπελευθερώσεως, ἀφοῦ πρῶτα μὲ ποιμαντικὴ στοργὴ ὁδήγησε μπροστὰ στὸν δίσκο μὲ τὰ κόλλυβα τὸν ἠλικιωμένο ἐγγονό του Κωνσταντῖνο Β΄, τὸν πρώην βασιλέα. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἐνθουσιάστηκαν ἀπὸ τὴν ἀνθρωπιὰ ὅλης τῆς σκηνῆς.
Γράφει ὁ ἴδιος: «Νὰ τιμᾶμε ἐκείνους ποὺ ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ νὰ ἀναζητοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν προσφορὰ καὶ τὴν δημιουργία τους τὴν δική μας τὴν ἔμπνευση, τὸ δικό μας τὸ ξεδίψασμα, τὴν ἀνανέωση τῆς δικῆς μας πνοῆς γιὰ πραγματικὴ προσφορὰ καὶ δημιουργία στὸν τόπο μας.».
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἀνέκαθεν ἑορτάζονταν λαμπρὰ ὡς πολιοῦχος. Ὁ μακαριστὸς Πανελεήμων Β΄ καὶ οἱ συνεργάτες του κοπίασαν νὰ ἀναδείξουν μία ἑορταστικὴ παράδοση ὐψηλοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου. Ὁ Παναγιώτατος μοχθεῖ νὰ παγιώσει αὐτὴν τὴν παράδοση τηρώντας στὸ ἀκέραιο τὰ στοιχεῖα της καὶ διατηρώντας τὸ ὕψος της. Ἡ ἑορτὴ περιλαμβάνει συνεορτασμὸ τοῦ Ἁγίου μὲ μιὰ λαοφιλῆ καὶ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, δεκαπενθήμερο πυκνῶν ἀκολουθιῶν (θεία λειτουργία, ἐσπερινός, παράκληση, ἀγρυπνία) ποὺ ξετυλίγουν τὴν «Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου», μιὰ εἰδικὴ ἀκολουθία ποὺ κορυφώνεται στὸν Ἐπιτάφιο, τὴν λιτανεία τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, τὸν πολυαρχιερατικὸ ἐσπερινὸ καὶ τὴν πολυαρχιερατικὴ θεία λειτουργία μαζὶ μὲ τὴν δοξολογία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης. Παράλληλα τελοῦνται πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς μητροπόλεως. Στὰ 15 χρόνια τὴς ποιμαντορίας του κάθε πανήγυρις τοῦ Ἁγίου ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικὰ δυνατό, ἀναβαπτιστικὸ βίωμα γιὰ τὸν εὐσεβῆ λαό.
Γράφει ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Λαγκαδᾶ: «Βασικὸ μέλημά του ἡ ἀνάδειξη τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τῶν κειμηλίων ποὺ ὑπῆρχαν φυλαγμένα σὲ ἱεροὺς ναοὺς καὶ σὲ προϋπάρχοντα ἐκθεσιακὸ χῶρο τοῦ Ἐπισκοπείου. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀναλαμβάνει τὴν πρωτοβουλία καὶ δημιουργεῖ, λειτουργεῖ καὶ προβάλλει τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ποὺ εὑρίσκεται στὸν ἰσόγειο χῶρο τοῦ Ἐπισκοπείου, καὶ ἀποτελεῖ πρότυπο Μουσείου, συγκροτημένο μὲ τὶς ἀπαραίτητες ὑποδείξεις, παρεμβάσεις καὶ οὐσιαστικὲς μελέτες τῶν ἀρμοδίων μουσειολόγων, ἀρχιτεκτόνων καὶ καθηγητῶν».
Ὁ Παναγιώτατος δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον πρὸς τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς μας, τοὺς ἀνέργους καὶ δυστυχισμένους. Μὲ τὴν εὐλογία του καὶ τὴν προσωπική του παρέμβαση λειτουργοῦν καθημερινὰ 19 συσσίτια ἀπὸ τὰ ἐνοριακὰ φιλόπτωχα ταμεῖα τῶν ναῶν. Ἀπὸ αὐτὰ 3 παρέχουν τὸ καθένα ἡμερησίως 205 μερίδες φαγητοῦ, χωρὶς καμιὰ διάκριση φυλῆς ἤ θρησκείας. Τὶς ἡμέρες τοῦ ψύχους ἡ μητρόπολη ἀναλαμβάνει τὴν περίθαλψη ἀστέγων σὲ ξενοδοχεῖα γιὰ ἕνα τριήμερο σὲ κανονικὰ δωμάτια μὲ γεῦμα.
Ὁ Παναγιώτατος σὲ κάθε συμφορὰ προσφέρει σημαντικὰ χρηματικὰ ποσά. Τὸ Γενικὸ Φιλόπτωχο Ταμεῖο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, μὲ διάκριση καὶ προσοχή, διαχειρίζεται τὰ χρήματα τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἕνας ἐτήσιος ἀπολογισμὸς τοῦ Φιλοπτώχου μιλᾶ εὐγλωττότερα. Ἀντιλαμβάνεται ὁ ἀναγνώστης τὴν πολυσχιδῆ προσφορὰ τῆς Μητροπόλεως.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΕΡΑ ΜΗΤΓΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΟΝ ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ
ΕΞΟΔΑ Γ.Φ.Τ. 2006 | |
Ἔκτακτα βοηθήματα Δίσκοι Βοηθήματα πολυτέκνων Ἐνίσχυση Ἱ. Μ. Πανοράματος Φοιτητικὰ βοηθήματα Ἀπόδοση 2% Ἐράνου Ἀγάπης Νοσήλεια Φοιτητ. Οἰκοτροφεῖο Ὑλικὰ Ἐράνου ἀγάπης 2006 Ἐνίσχυση Συλλόγων Ἐνίσχυση Ἱ. Μητροπόλεων Κατασκήνωση Ἁγ. Τριάδος Βοηθήματα ἐνοικίου Καινὴ Διαθήκη Μαθητῶν Λογαριασμοί (ΔΕΗ – ΟΥΘ) Ἀναμνηστικά – Κεράσματα Ὁδοιπορικὰ βοηθήματα Δάνειο Βοηθήματα διερχομένων Διάφορα | 14.026,80 14.500,00 13.904,80 10.000,00 7.817,89 7.263,28 7.258,15 6.000,00 3.901,30 2.450,00 2.000,00 2.000,00 1.570,00 1.154,31 910,00 760,00 580,00 500,00 440,00 440,00 |
Γενικὸν σύνολον ἐξόδων | 97.476,53 |
Μὲ ἔγκριση τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ εὐθύνη τῶν ἐφημερίων καὶ τῶν συνεργατῶν τους λειτουργοῦν κατασκηνώσεις σὲ διαφόρους περιόδους γιὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια ἀπὸ τὶς ἐνορίες τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Φανουρίου. Κατὰ καιροὺς ὀργανώνονται ἡμερίδες γιὰ τὴν καλύτερη προετοιμασία καὶ λειτουργία τους. Τὸ πνευματικὸ κέντρο «Χριστιανικὴ Καταφυγή» παρέχει μορφωτικὰ ἀγαθὰ πρὸς τὴν νεότητα μὲ σειρὰ προγραμμάτων ἐκμαθήσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, φροντιστηριακῶν μαθημάτων, ἁγιογραφίας, βυζαντινῆς μουσικῆς, παραδοσιακῶν χορῶν, μουσικῶν ὀργάνων κ.λ.π. Ἀντίστοιχα τμήματα λειτουργοῦν καὶ σὲ ἄλλες ἐνορίες.
Ὁ Παναγιώτατος στηρίζει τὴν Ἱερὰ Μονὴ Πανοράματος. Μὲ προσωπική του παρέμβαση πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, τακτοποίησε τὶς νομοκανονικὲς ἐκκρεμότητες τῶν δύο ἡσυχαστηρίων τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Συμεὼν Κραγιόπουλου. Ἡ σχέση του πρὸς τὶς Μονὲς εἶναι αὐτὴ ἑνὸς στοργικοῦ, ἀγρύπνου, διακριτικοῦ καὶ ταπεινοῦ ποιμένος.
Μὲ τὴν εὐλογία του φιλοξενοῦνται δωρεὰν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας κληρικοὶ ὁμόδοξων Πατριαρχείων καὶ Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν περίοδο τῶν σπουδῶν τους στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Φοιτητὲς τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ φιλοξενοῦνται δωρεὰν στὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ στὸν θεολογικὸ φοιτητικὸ ξενῶνα «Παναγία ἡ Δεξιά».
Ὁ Παναγιώτατος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὸ Χαρίσειο Γηροκομεῖο καὶ τὸ Παπάφειο Ὀρφανοτροφεῖο, στὰ διοικητικὰ συμβούλια τῶν ὁποίων εἶναι πρόεδρος. Ἐνθαρρύνει τὸν ἐκσυγχρονισμό τους καὶ μὲ τὶς παρεμβάσεις καὶ ὑποδείξεις του ἀναδιοργάνωσε τὶς δομὲς λειτουργίας τους. Ἐγκαινίασε νέα μεγάλη πτέρυγα στὸ Χαρίσειο καὶ συνεργάζεται μὲ τοὺς διευθυντές τους γιὰ τὴν ἀνεύρεση πόρων. Ὡς πρόεδρος τῆς σχολικῆς ἐφορείας τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Θεσσαλονίκης συνεργεῖ τὰ μέγιστα γιὰ τὴν ἀναβάθμιση καὶ τὴν πνευματική της ὑπόσταση. Συστεγαζόμενο μὲ τὴν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία εἶναι τὸ Ἐκπαιδευτικὸ Πολιτιστικὸ Ἱδρυμα «Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς». Ὡς πρόεδρος ὁ Παναγιώτατος, ἄμεσα καὶ μὲ τὸ προσωπικό του ἐνδιαφέρον ἀναμόρφωσε καὶ τακτοποίησε τὶς ἐκκρεμότητες διοικήσεώς του. Πέραν αὐτῶν ὅραμα τοῦ Παναγιωτάτου εἶναι καὶ ἡ ἀνέγερση ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος χρονίως πασχόντων καὶ ἀτόμων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες. Μερίμνῃ του εὑρέθηκε τὸ οἰκόπεδο, δυστυχῶς ὅμως ἡ ἄρνηση ἀδειοδότησης ἐκ μέρους τῆς πολιτείας ὁδηγεῖ τὸ σχέδιο σὲ ματαίωση.
Ὁ Παναγιώτατος εἶναι πολυγραφότατος. Συνέγραψε καὶ ἐξέδωσε πολλὰ πολυσέλιδα βιβλία, μελέτες καὶ ἄρθρα μὲ ἐκκλησιαστικά, θεολογικὰ καὶ ἐθνικὰ θέματα. Στὶς 1-9-2004 ἵδρυσε καὶ ἔκτοτε διευθύνει τὸ διμηνιαῖο περιοδικὸ ἐνημερώσεως καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Εὐλογία. Τελευταῖο ἔργο του εἶναι Ἐκκλησιολογικὰ καὶ Ἑλληνοεθνικὰ σύμμεικτα, ἔκδοση 2016 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Πάντοτε δίδει τὴν ὀρθόδοξη μαρτυρία στοὺς συγχρόνους προβληματισμοὺς ποὺ δημιουργοῦνται στὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀνθίσταται σθεναρῶς στὴν πολεμικὴ ποὺ ἀσκεῖται ἐναντίον τῆς πίστεως, ἀρθρογραφώντας, μὲ τὰ δελτία τύπου, μὲ ραδιοφωνικὲς καὶ τηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς καὶ μὲ συνεντεύξεις στὸν τύπο. Τὸ νὰ ὁμιλεῖ μὲ παρρησία δὲν τοῦ εἶναι ἀνώδυνο. ‘Υψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα θὰ τὸν ἤθελαν ἀφανῆ.
Στὶς 17 Ὀκτωβρίου 2010 δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Ἡ Καθημερινή» τὸ ἄρθρο του Τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ καὶ τὸ χρέος τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει σὲ αὐτό: «Ἀναμφιβόλως ὅλοι οἱ Ἱεράρχαι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μαζὶ μὲ τοὺς ἐφημερίους ἱερεῖς μας, διατηροῦν μόνιμο καὶ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιὰ ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ μας καὶ εἰδικώτερα γιὰ ὅσα ἰσχύουν τοπικὰ στὶς ἐπαρχίες μας. Ὁλόκληρη ὅμως ἡ Ἱεραρχία τῶν 80 ἐπισκόπων, κατὰ τὴν ἄποψή μας, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν δοκιμαζόμενο λαό μας γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ καὶ νὰ τὸν στηρίξῃ».
Ὁ νῦν Σεβασμιώτατος Λαγκαδᾶ καὶ τότε πρωτοσύγκελλος Θεσσαλονίκης κ. Ἰωάννης Τασσιᾶς μὲ τὴν διεισδυτικότητα καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ γραφίδα του γράφει στὴν εἰσήγησή του γιὰ τὸν χαριστήριο τόμο πρὸς τιμὴν τοῦ Παναγιωτάτου: «Σημαντικὸ κεφάλαιο στὴν ποιμαντικὴ διακονία τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου μας εἶναι καὶ ἡ καταξιωμένη ἐπικοινωνιακὴ μαρτυρία διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος δίδει τὴν μαρτυρία τοῦ καλοῦ ποιμένος μὲ τὴν γλῶσσα τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλα τὰ ἐπίπεδα, συναντώντας τὸ ποίμνιό του στὸ πρόσωπο τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, τοῦ ἐφήβου, τοῦ ὡρίμου στὴν ἡλικία ἀνθρώπου, τοῦ ἡλικιωμένου, κατανοώντας τὰ προβλήματα καὶ τὶς δυσκολίες καὶ ἀφουγκραζόμενος τοὺς προβληματισμούς, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὸν πόνο τους. Δίδει λύσεις στὰ ἀδιέξοδα δείχνοντας τὸν δρόμο τῆς καταξίωσης ποὺ εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ προσευχή του γιὰ τὰ αἰτήματα ὅλων ἀποτελεῖ κορυφαία ἔκφραση τῆς ἀνυστάκτου ἀγάπης του γιὰ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό.
Ἡ ὑποδειγματικὴ ἀντιμετώπιση τῶν δυσκόλων προβλημάτων καθὼς καὶ οἱ παραβατικὲς ἐνίοτε συμπεριφορὲς ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ μέρους του μὲ θαυμαστὴ ὑπομονή. Δὲν τὸν ἀκούσαμε ποτὲ νὰ προβαίνει σὲ ἀπορριπτικοὺς χαρακτηρισμοὺς ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρικὰ διακειμένους. Πρόθυμος πάντοτε στὴν συγγνώμη, διακονεῖ τὴν καταλλαγὴ ὡς μήνυμα ὑπαρξιακῆς ἀναγκαιότητος καὶ εὑρίσκει τρόπους εἰρηνικῆς ἔκβασης στὶς διαφορὲς καὶ στὶς συγκρούσεις ὄντας παράλληλα εὐεργετικὸς πρὸς ἄπαντας».
Κλείνουμε τὴν περιδιάβαση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ σεπτοῦ ποιμένος μας μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν πασχαλινὴ ἐγκύκλιο τοῦ 2018: «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πληροῖ τὶς καρδιὲς καὶ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἀδελφοί μου, ἄς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφθασε στὴν Ἀνάσταση ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τῆς σταυρικῆς Του θυσίας. Ἡ συμβουλή Του στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι νὰ σηκώνουμε τὸν σταυρὸ τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς καὶ νὰ πορευθοῦμε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση. Τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς εἶναι πολλὲς φορὲς τρικυμιῶδες. Ἀλλὰ πάντοτε ὑπάρχει κάπου στὴν στεριὰ ὁ Φάρος τοῦ λιμανιοῦ τῆς σωτηρίας. Εἶναι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως».